Επιμέλεια:Χ. Μιχαλακέας, Καρδιολόγος, Επιστημονικός Συνεργάτης Β’ Πανεπιστημιακής Καρδιολογικής Κλινικής, Π.Γ.Ν.«Αττικόν» Λ. Ραλλίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής Καρδιολογίας, Ι. Λεκάκης, Καθηγητής Καρδιολογίας, Β΄ Πανεπιστημιακή |
||
Αντικατάσταση της LDL αφαίρεσης με τη χορήγηση evolocumab σε ασθενείς με οικογενή υπερχοληστερολαιμία είναι εξίσου αποτελεσματική στην ελάττωση της LDL-χολ Η LDL αφαίρεση αποτελεί μια αποτελεσματική επεμβατική μέθοδο ελάττωσης των επιπέδων της LDL-χολ με κλινικό όφελος σε ασθενείς με οικογενή υπερχοληστερολαιμία (FH). Στην παρούσα μελέτη αξιολογήθηκε η επίδραση του αναστολέα της PCSK-9 evolocumab στις λιπιδαιμικές παραμέτρους και στην ποιότητα ζωής τριών πασχόντων από ετερόζυγο FH και στεφανιαία νόσο οι οποίοι υποβάλλονταν σε εβδομαδιαίες συνεδρίες LDL αφαίρεσης. Οι συμμετέχοντες έλαβαν δύο ενέσεις evolocumab κάθε εβδομάδα για 7 εβδομάδες. Η LDL-χολ ήταν 6,1 ± 0,7 mmol/L μία εβδομάδα μετά από τη συνεδρία LDL αφαίρεσης και έπειτα από 3 δόσεις evolocumab 5,0 ± 0,7 (p < 0,001). Η HDL-χολ ελαττώθηκε από 1,0 ± 0,2 mmol/L πριν τη συνεδρία σε 0,5 ± 0,1 mmol/L αμέσως μετά και αφού επανήλθε στα αρχικά επίπεδα έμεινε σταθερή παρά τη χορήγηση του φαρμάκου. Η ποιότητα ζωής δεν έδειξε στατιστικά σημαντική μεταβολή σε αυτούς τους ασθενείς. Οι ερευνητές διαπιστώνουν ότι η αντικατάσταση της LDL αφαίρεσης με χορήγηση evolocumab σε ασθενείς με οικογενή υπερχοληστερολαιμία είναι εξίσου αποτελεσματική στην ελάττωση της LDL-χολ χωρίς να συνοδεύεται από ελάττωση της HDL-χολ. (Lappegård KT, Enebakk T, Thunhaug H, et al. Atherosclerosis. 2016;251:119-23) |
Περιβαλλοντική μόλυνση και ασβέστωση στεφανιαίων αρτηριών Στη μελέτη MESA Air (Multi-Ethnic Study of Atherosclerosis and Air Pollution) αξιολογήθηκε η συσχέτιση ανάμεσα στη μόλυνση του περιβάλλοντος και στην εμφάνιση ασβέστωσης των στεφανιαίων αρτηριών. Η μελέτη έλαβε χώρα σε 6.795 κάτοικους αστικών περιοχών των ΗΠΑ. Στους συμμετέχοντες εκτιμήθηκε με αξονική τομογραφία ο βαθμός ασβέστωσης των στεφανιαίων αρτηριών και με υπερηχογράφημα το πάχος του έσω-μέσου χιτώνα των καρωτίδων (ΙΜΤ). Η ανάλυση των δεδομένων της μελέτης σε διάρκεια 10 ετών έδειξε ότι η μακροπρόθεσμη έκθεση των συμμετεχόντων σε μολυσμένο αέρα με αυξημένες συγκεντρώσεις οξειδίων του αζώτου και αιωρούμενων σωματιδίων διαμέτρου < 2,5 μm (ΡΜ2,5), που σχετίζονται με την κυκλοφορία οχημάτων, επηρέασε την εξέλιξη της αθηροσκλήρωσης. Οι συμμετέχοντες στη μελέτη εμφάνιζαν μια σταδιακή διαχρονική αύξηση της ασβέστωσης των στεφανιαίων αρτηριών, όπως αυτή υπολογίζεται με το Agatston score, και αύξηση του πάχους του ΙΜΤ πριν την ομαλοποίηση για παράγοντες κινδύνου. Η έκθεση σε αυξημένη μόλυνση περιβάλλοντος αέρα σχετίσθηκε με την πρόοδο της ασβέστωσης των στεφανιαίων. Οι ερευνητές συμπεραίνουν ότι η μόλυνση του περιβάλλοντος σχετίζεται με την πρόοδο της αθηροσκλήρωσης όπως αυτή καταδεικνύεται από την αυξημένη ασβέστωση των στεφανιαίων αρτηριών στην αξονική τομογραφία και προτείνουν τη λήψη μέτρων βελτίωσης της μόλυνσης του περιβάλλοντος στο πλαίσιο καρδιαγγειακής πρόληψης. (Kaufman JD, Adar SD, Barr RG, et al. Lancet. 2016;388:696-704) |
Συσχέτιση της αρτηριακής πίεσης με βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη έκθεση σε μολυσμένο αέρα Σε παλαιότερες μελέτες έχει φανεί ότι η μόλυνση του περιβάλλοντος πιθανώς αποτελεί παράγοντα κινδύνου για εμφάνιση αρτηριακής υπέρτασης (ΑΥ). Η μετα-ανάλυση αυτή πραγματοποιήθηκε προκειμένου να τεκμηριωθεί αυτή η συσχέτιση. Αξιολογήθηκαν δεδομένα από 17 επιδημιολογικές μελέτες έκθεσης σε αέρα με παρουσία μολυσματικών σωματιδίων και την εμφάνιση ΑΥ. Αξιολογήθηκε η επίδραση της παρουσίας μονοξειδίου του άνθρακα (CO), όζοντος (O3), διοξειδίου του θείου (SO2), οξειδίων του αζώτου (NO2 και NOX) και διαφόρου μεγέθους αιωρούμενων σωματιδίων -particulate matter (ΡΜ10, ΡΜ2,5) στον αναπνεόμενο αέρα σε βραχυπρόθεσμο (6 μελέτες) ή μακροπρόθεσμο επίπεδο (11 μελέτες). Στο σύνολό τους, μολυσματικά σωματίδια στον περιβάλλοντα αέρα σχετίζονταν με την ανάπτυξη ΑΥ σε άλλοτε άλλο βαθμό στατιστικής σημαντικότητας: το SO2 και τα αιρούμενα σωματίδια ΡΜ10 και ΡΜ2,5 εμφάνιζαν θετική συσχέτιση με ΑΥ σε βραχυπρόθεσμη έκθεση, ενώ η μακροπρόθεσμη έκθεση σε ΝΟ2 και ΡΜ10 σχετίσθηκε με την ανάπτυξη ΑΥ. Οι συγγραφείς καταλήγουν ότι η έκθεση σε μολυσματικά στοιχεία στον αναπνεόμενο αέρα αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης ΑΥ. (Cai Y, Zhang B, Ke W, et al. Hypertension. 2016;68:62-70) |
Λιπιδαιμικές παράμετροι που σχετίζονται με την υποστροφή της αθηρωματικής πλάκας
Στο πλαίσιο της μελέτης PRECISE-IVUS αξιολογήθηκαν οι λιπιδαιμικές παράμετροι ασθενών που υποβλήθηκαν σε μελέτη της αθηρωματικής πλάκας με ενδοστεφανιαίο υπερηχογράφημα (IVUS). Οι 100 συμμετέχοντες στη μελέτη τυχαιοποιήθηκαν σε χορήγηση μονοθεραπείας με ατορβαστατίνη ή σε συνδυαστική υπολιπιδαιμική αγωγή με ατορβαστατίνη και εζετιμίμπη. Χαμηλότερα επίπεδα ολικής χοληστερόλης, LDL-χολ, τριγλυκεριδίων, μικρών πυκνών LDL και δεικτών απορρόφησης χοληστερόλης καταγράφηκαν σε ασθενείς με υποστροφή της πλάκας συγκριτικά με ασθενείς με πρόοδο της αθηροσκλήρωσης. Η πολυπαραγοντική ανάλυση έδειξε ότι η LDL-χολ ήταν ο σημαντικότερος προγνωστικός παράγοντας υποστροφής της στεφανιαίας αθηρωματικής πλάκας, ακολουθούμενος από την ηλικία των συμμετεχόντων. Οι συγγραφείς καταλήγουν ότι η περαιτέρω ελάττωση της LDL-χολ με συνδυαστική υπολιπιδαιμική θεραπεία οδηγεί σε μεγαλύτερη υποστροφή της στεφανιαίας αθηρωματικής πλάκας. (Tsujita K, Yamanaga K, Komura N, et al. Atherosclerosis. 2016;251:367-72)
|
Βέλτιστη αρτηριακή πίεση σε ασθενείς με ασυμπτωματική στένωση αορτής Δεδομένα από τη μελέτη SEAS αξιολογήθηκαν από τους συγγραφείς προκειμένου να εντοπισθεί η βέλτιστη τιμή της αρτηριακής πίεσης (ΑΠ) σε ασθενείς με ασυμπτωματική στένωση της αορτικής βαλβίδας. Στη μελέτη συμμετείχαν 1.797 ασθενείς με στένωση αορτής χωρίς κλινικά έκδηλη αθηρωματική νόσο και καταγράφηκε η εμφάνιση θανάτου, καρδιαγγειακών συμβάντων και επεμβάσεων αντικατάστασης της βαλβίδας. Φάνηκε ότι υψηλά και χαμηλά επίπεδα ΑΠ σχετίζονταν με αυξημένο κίνδυνο σε ασθενείς με μέτρια στένωση αορτής με βέλτιστες τιμές συστολικής ΑΠ 130-139 mmHg και διαστολικής ΑΠ 70-90 mmHg. Οι συγγραφείς διαπιστώνουν ότι η αντιμετώπιση της αρτηριακής υπέρτασης με στόχο επίπεδα 130-139/70-90 mmHg είναι η βέλτιστη σε ασυμπτωματικούς ασθενείς με στένωση αορτής χωρίς διαβήτη ή κλινικά έκδηλη καρδιαγγειακή νόσο. (Nielsen OW, Sajadieh A, Sabbah M, et al. Circulation. 2016;134:455-68) |
Η επίδραση της λομιταπίδης στη σύσταση και τη λειτουργία της HDL-χολ
Το νεώτερο υπολιπιδαιμικό φάρμακο λομιταπίδη ελαττώνει τα επίπεδα της LDL-χολ, αλλά και την HDL-χολ. Στην παρούσα ανάλυση αξιολογήθηκε η επίδραση της χορήγησης αυξανόμενων δόσεων λομιταπίδης σε 4 πάσχοντες από ομόζυγο οικογενή υπερχοληστερολαιμία (HoFH) στα επίπεδα της HDL-χολ και στην ικανότητα εκροής χοληστερόλης (cholesterol efflux capacity, CEC) της HDL, δηλαδή την ικανότητα της HDL να επάγει την εκροή της χοληστερόλης από τα γεμάτα με λιπίδια μακροφάγα. Φάνηκε ότι η λομιταπίδη οδήγησε σε ελάττωση των επιπέδων της LDL-χολ και της HDL-χολ, η CEC μέσω ABCA1 μειώθηκε σε όλους τους ασθενείς, ενώ η συνολική CEC δεν φάνηκε να επηρεάζεται. Συμπερασματικά, η αντιαθηρογόνος δράση της HDL-χολ δεν φαίνεται να επηρεάζεται από τη χορήγηση της λομιταπίδης σε ασθενείς με HoFH. (Yahya R, Favari E, Calabresi L, et al. Atherosclerosis. 2016;251:15-8)
|
Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να βρείτε στην αναβαθμισμένη ιστοσελίδα της ΕΕΛΙΑ: www.eelia.gr |