ΜΑΡΤΙΟΣ 2018 – Ελληνική Εταιρεία Λιπιδιολογίας, Αθηροσκλήρωσης και Αγγειακής Νόσου

Επιμέλεια:

Χ. Μιχαλακέας, Καρδιολόγος,
Επιστημονικός Συνεργάτης Β’ Πανεπιστημιακής Καρδιολογικής Κλινικής,
Π.Γ.Ν.«Αττικόν»
Λ. Ραλλίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής Καρδιολογίας,
Β΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική,
Π.Γ.Ν. «Αττικόν»
Ι. Λεκάκης, Καθηγητής Καρδιολογίας,
Β΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική,
Π.Γ.Ν. «Αττικόν»
Σωματική δραστηριότητα και θνητότητα από στεφανιαία νόσο
Πάσχοντες από στεφανιαία νόσο (ΣΝ) προτείνεται να ασκούνται τακτικά και να διατηρούν φυσιολογικό σωματικό βάρος. Στην παρούσα ανάλυση αξιολογήθηκαν δεδομένα από 3.307 άτομα με ΣΝ από τη μελέτη HUNT με παρακολούθηση από το 1984 έως το 2014 και εκτιμήθηκε ο κίνδυνος καρδιαγγειακής και συνολικής θνητότητας σχετικά με τα επίπεδα σωματικής δραστηριότητας και με μεταβολές του δείκτη μάζας-σώματος (ΔΜΣ) των συμμετεχόντων. Φάνηκε ότι η απώλεια σωματικού βάρους σχετιζόταν με αύξηση της συνολικής θνητότητας σε ασθενείς με φυσιολογικό αρχικό ΔΜΣ, ενώ η πρόσληψη σωματικού βάρους δεν είχε επίδραση στη θνητότητα. Ασθενείς που εμφάνιζαν χαμηλής έντασης και υψηλής έντασης σωματική δραστηριότητα είχαν χαμηλότερο κίνδυνο θανάτου κατά 19% και 36% αντίστοιχα συγκριτικά με συμμετέχοντες που ήταν αδρανείς.  Οι συγγραφείς καταλήγουν ότι η σταθερή σωματική δραστηριότητα σχετίζεται με μείωση της θνητότητας σε πάσχοντες από ΣΝ σε αντίθεση με τη μείωση του σωματικού βάρους που δεν επιφέρει ευνοϊκές επιδράσεις στη συνολική θνητότητα.
(Moholdt T, Lavie CJ, Nauman J. J Am Coll Cardiol.2018;71:1094-1101.)
Χρήση στατινών και επίτευξη στόχου σε ασθενείς υψηλού κινδύνου
Πρόκειται για αναδρομική μελέτη σε 66.158 ασθενείς υψηλού και πολύ υψηλού κινδύνου. Τα στοιχεία αντλήθηκαν από βάση δεδομένων πραγματικού πληθυσμού της Ιταλίας για το έτος 2015. Οι ασθενείς διαστρωματώθηκαν ιεραρχικά σε κατηγορίες κινδύνου που περιελάμβαναν οικογενή υπερχοληστερολαιμία, αθηροσκληρωτική καρδιαγγειακή νόσο (συμπεριλαμβανομένου οξέος στεφανιαίου επεισοδίου, χρόνιας στεφανιαίας νόσου, αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου και περιφερικής αρτηριοπάθειας) και σακχαρώδη διαβήτη (ΣΔ). Υπολιπιδαιμική αγωγή χορηγήθηκε σε ποσοστό 53,3% των συμμετεχόντων (υψηλής έντασης αγωγή με στατίνη σε ποσοστό 7,7%) με μεγαλύτερο ποσοστό σε πάσχοντες από οξύ στεφανιαίο σύνδρομο και χαμηλότερο σε ασθενείς με ΣΔ. Το ποσοστό επίτευξης του στόχου για την LDL-χολ < 70 mg/dL ήταν 16% και για τιμές LDL-χολ < 100mg/dL 45% των συμμετεχόντων αντίστοιχα. Οι συγγραφείς διαπιστώνουν ότι η χορήγηση στατινών σε ασθενείς υψηλού και πολύ υψηλού κινδύνου στην Ιταλία υπολείπεται συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες και η επίτευξη των στόχων απέχει από τις κατευθυντήριες συστάσεις.
(Arca M, Ansell D, Averna M, et al. Atherosclerosis. 2018;271:120-127)
Η προγνωστική αξία της αξονικής στεφανιογραφίας σε ασυμπτωματικά άτομα
Η ανάλυση αυτή συμπεριέλαβε 1.226 ασυμπτωματικά άτομα που υπεβλήθησαν σε αξονική στεφανιογραφία στο πλαίσιο της προοπτικής πολυκεντρικής μελέτης CONFIRM. Με τη χρήση της αξονικής στεφανιογραφίας αποκτήθηκαν πληροφορίες σχετικά με τη σοβαρότητα της στεφανιαίας νόσου (ΣΝ), την εντόπιση και τη σύσταση της αθηρωματικής πλάκας, καθώς και το σκορ ασβεστίου. Σε παρακολούθηση 6 ετών κατά μέσο όρο καταγράφηκαν 78 θάνατοι στον υπό μελέτη πληθυσμό. Η προσθήκη των δεδομένων από την αξονική στεφανιογραφία φάνηκε ότι βελτιώνει την προγνωστική αξία των παραδοσιακών παραγόντων κινδύνου. Εντούτοις, όταν αξιολογήθηκε το σκορ ασβεστίου και οι παραδοσιακοί παράγοντες κινδύνου η επιπλέον προγνωστική αξία των παραμέτρων που προκύπτουν από την αξονική στεφανιογραφία δεν ήταν στατιστικά σημαντική. Οι ερευνητές συμπεραίνουν ότι η αξονική στεφανιογραφία προσθέτει πληροφορία για πρόγνωση θνητότητας στην 6ετία πλέον των κλασικών παραγόντων κινδύνου, αλλά το σκορ ασβεστίου προσφέρει αντίστοιχη προγνωστική αξία με τις άλλες εκτιμώμενες παραμέτρους.
(Cho I, Al’Aref SJ, Berger A, et al.  Eur Heart J. 2018;39:934-941)
Σύγκριση της μεσογειακής διατροφής με τη φυτοφαγική διατροφή
Η μελέτη CARDIVEG (Cardiovascular Prevention With Vegetarian Diet) συνέκρινε την αποτελεσματικότητα της ολιγοθερμιδικής φυτοφαγικής διατροφής με αντίστοιχης θερμιδικής αξίας μεσογειακή δίαιτα στην απώλεια βάρους και σε καρδιαγγειακούς βιοχημικούς δείκτες σε 118 υπέρβαρα άτομα. Μετά από τρίμηνη διατροφική παρέμβαση η απώλεια βάρους ήταν ίδια ανάμεσα τις δύο ομάδες, χωρίς στατιστικά σημαντική διαφορά στο δείκτη μάζας-σώματος ή στη λιπώδη μάζα. Η φυτοφαγική διατροφή οδήγησε σε σημαντικότερη ελάττωση των επιπέδων της LDL-χολ κατά 9,1 mg/dL, ενώ η μεσογειακή διατροφή ελάττωσε τα επίπεδα των τριγλυκεριδίων κατά 12,7 mg/dL περισσότερο. Οι δείκτες φλεγμονής και οξειδωτικού στρες δεν εμφάνιζαν σημαντική διαφορά ανάμεσα στις δύο διατροφικές παρεμβάσεις, ενώ 46 και 35 συμμετέχοντες πέτυχαν το στόχο για τουλάχιστον ένα παράγοντα καρδιαγγειακού κινδύνου με τη φυτοφαγική και τη μεσογειακή διατροφή αντίστοιχα. Συμπερασματικά, η φυτοφαγική διατροφή είναι εξίσου αποτελεσματική με τη μεσογειακή διατροφή στην απώλεια σωματικού βάρους, ενώ είναι περισσότερο αποτελεσματική στην ελάττωση της LDL-χολ.
(Sofi F, Dinu M, Pagliai G, et al. Circulation. 2018;137:1103-1113)
Χοληστερόλη και αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο
Στην παρούσα μελέτη συμμετείχαν 503.400 ενήλικες Κορεάτες με στόχο να συσχετισθεί η ολική χοληστερόλη και η θνητότητα από αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο (ΑΕΕ). Μετά από προοπτική παρακολούθηση 10ετίας φάνηκε ότι σε επίπεδα χοληστερόλης < 200 mg/dL υπήρχε αντίστροφη σχέση της ολικής χοληστερόλης με τη θνητότητα από ΑΕΕ, κυρίως λόγω ελάττωσης της θνητότητας από αιμορραγικό ΑΕΕ κατά 22% και από ενδοεγκεφαλική αιμορραγία κατά 28%. Αντίθετα σε αυξημένα επίπεδα ολικής χοληστερόλης >200 mg/dL υπήρχε θετική συσχέτιση με τη θνητότητα από ΑΕΕ, ενώ δεν φάνηκε στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα σε μεσήλικες και ηλικιωμένους συμμετέχοντες. Η θνητότητα από ισχαιμικό ΑΕΕ ήταν αυξημένη σε συμμετέχοντες με ολική χοληστερόλη >240 mg/dL συγκριτικά με <200 mg/dL. Οι ερευνητές καταλήγουν ότι επίπεδα ολικής χοληστερόλης κοντά στα 200 mg/dL σχετίζονται με τη χαμηλότερη θνητότητα από ΑΕΕ οποιασδήποτε αιτιολογίας.
(Yi SW, Shin DH, Kim H, et al. Atherosclerosis. 2018;270:211-217)

Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να βρείτε στην ιστοσελίδα της ΕΕΛΙΑ:  www.eelia.gr