Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων συνιστά την αναστολή των αδειών κυκλοφορίας για τα από του στόματος χορηγούμενα φαρμακευτικά προϊόντα που περιέχουν κετοκοναζόλη
Τα οφέλη για την από του στόματος χρήση της κετοκοναζόλης δεν υπερτερούν των κινδύνων
Η Επιτροπή του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων για τα Φαρμακευτικά Προϊόντα Ανθρώπινης Χρήσης (CHMP) συνέστησε ότι οι άδειες κυκλοφορίας των από του στόματος χορηγούμενων φαρμακευτικών προϊόντων που περιέχουν κετοκοναζόλη πρέπει να ανασταλούν σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Η CHMP κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο κίνδυνος της ηπατικής βλάβης είναι μεγαλύτερος από τα οφέλη στη θεραπεία των μυκητιάσεων.
Οι ασθενείς που λαμβάνουν από το στόμα κετοκοναζόλη για μυκητιασικές λοιμώξεις πρέπει να ορίσουν μια μη επείγουσα συνάντηση με το γιατρό τους για να συζητήσουν κατάλληλες εναλλακτικές θεραπείες. Οι γιατροί δεν θα πρέπει πλέον να συνταγογραφούν κετοκοναζόλη για από του στόματος χρήση και θα πρέπει να επανεξετάσουν τη θεραπεία των ασθενών τους.
Η πανευρωπαϊκή επισκόπηση της από του στόματος χορηγούμενης κετοκοναζόλης εκκινήθηκε μετά από την αναστολή κυκλοφορίας του φαρμάκου στη Γαλλία. Ο Γαλλικός οργανισμός Φαρμάκων (ANSM), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η σχέση οφέλους-κινδύνου αυτών των προϊόντων ήταν αρνητική λόγω του υψηλού κινδύνου για ηπατική βλάβη που σχετίζεται με το φάρμακο και υπό την παρουσία διαθέσιμων εναλλακτικών θεραπειών, οι οποίες θεωρούνται πιο ασφαλείς. Η ευρωπαϊκή νομοθεσία απαιτεί την ύπαρξη μιας συντονισμένης ευρωπαϊκής προσέγγισης, όταν ένα κράτος μέλος λαμβάνει ρυθμιστική δράση σε σχέση με ένα φάρμακο που έχει εγκριθεί σε περισσότερες από μία χώρες.
Μετά την αξιολόγηση όλων των διαθέσιμων στοιχείων σχετικά με τους κινδύνους της από του στόματος χορηγούμενης κετοκοναζόλης, η CHMP κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, παρόλο που η βλάβη του ήπατος, όπως η ηπατίτιδα είναι μια γνωστή παρενέργεια των αντιμυκητιασικών φάρμακων, η συχνότητα και η σοβαρότητα της ηπατικής βλάβης με την από του στόματος χορηγούμενη κετοκοναζόλη ήταν υψηλότερη από ό, τι με άλλα αντιμυκητιασικά. Η CHMP εξέφρασε την ανησυχία ότι οι αναφορές της ηπατικής βλάβης σημειώθηκαν νωρίς μετά την έναρξη της θεραπείας με τις συνιστώμενες δόσεις, και δεν ήταν δυνατό να προσδιοριστούν μέτρα για την επαρκή μείωση του κινδύνου αυτού. Η CHMP κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι το κλινικό όφελος από την από του στόματος χορηγούμενη κετοκοναζόλη είναι αβέβαιο, καθώς τα στοιχεία για την αποτελεσματικότητά της είναι περιορισμένα και δεν πληρούν τα ισχύοντα πρότυπα, συνεπώς εναλλακτικές θεραπείες είναι διαθέσιμες.
Λαμβάνοντας υπόψη την αύξηση του ποσοστού της ηπατικής βλάβης και τη διαθεσιμότητα εναλλακτικών αντιμυκητιασικών θεραπειών, η CHMP κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα οφέλη δεν αντισταθμίζουν τους κινδύνους. Τοπικά σκευάσματα της κετοκοναζόλης (όπως κρέμες, αλοιφές και σαμπουάν) μπορεί να συνεχίσουν να χρησιμοποιούνται αφού η ποσότητα της κετοκοναζόλης που απορροφάται σε όλο το σώμα είναι πολύ χαμηλή με αυτά τα σκευάσματα.
Η γνωμοδότηση της CHMP θα σταλεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη λήψη μιας νομικά δεσμευτικής απόφασης.
Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων έχει επίγνωση του γεγονότος ότι η κετοκοναζόλη χρησιμοποιείται εκτός ενδείξεων για τη θεραπεία ασθενών με σύνδρομο Cushing. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι ασθενείς δεν θα μείνουν χωρίς θεραπεία, οι αρμόδιες εθνικές αρχές μπορούν να ρυθμίσουν αυτά τα φάρμακα έτσι ώστε να διατίθενται υπό ελεγχόμενες συνθήκες.
Πληροφορίες για τους ασθενείς
• Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων έχει συστήσει την αναστολή αδειών κυκλοφορίας της από του στόματος χορηγούμενης κετοκοναζόλης μετά από επανεξέταση των στοιχείων που δείχνουν υψηλότερη τοξικότητα του ήπατος με αυτό το φάρμακο σε σύγκριση με άλλα αντιμυκητιασικά φάρμακα.
• Εάν επί του παρόντος οι ασθενείς λαμβάνουν από του στόματος κετοκοναζόλη για μυκητιασικές λοιμώξεις, θα πρέπει να μιλήσουν με το γιατρό τους σε ένα ραντεβού ρουτίνας για να συζητήσουν κατάλληλες εναλλακτικές θεραπείες.
• Εάν οι ασθενείς λαμβάνουν τοπικά σκευάσματα της κετοκοναζόλης (όπως κρέμες, αλοιφές και σαμπουάν), μπορούν να συνεχίσουν τη θεραπεία τους, καθώς το ποσό της κετοκοναζόλης που απορροφάται σε όλο το σώμα είναι πολύ χαμηλό, με αυτά τα σκευάσματα.
• Εάν οι ασθενείς έχουν οποιεσδήποτε ερωτήσεις, θα πρέπει να επικοινωνήσουν με το γιατρό ή το φαρμακοποιό τους.
Πληροφορίες για επαγγελματίες υγείας
Οι επαγγελματίες υγείας θα πρέπει να ακολουθήσουν τις παρακάτω συστάσεις:
• Επειδή η χορήγηση κετοκοναζόλης από του στόματος δεν συνιστάται πλέον, οι γιατροί θα πρέπει να εξετάσουν τους ασθενείς που υποβάλλονται σε θεραπεία με αυτό το φάρμακο για μυκητιασικές λοιμώξεις, με στόχο τη διακοπή της θεραπείας ή επιλέγοντας την κατάλληλη εναλλακτική θεραπεία.
• τοπικά σκευάσματα κετοκοναζόλης έχουν πολύ χαμηλή συστηματική απορρόφηση και μπορεί να συνεχίσουν να χρησιμοποιούνται κανονικά
• Οι φαρμακοποιοί θα πρέπει να παραπέμπουν τους ασθενείς με ιατρική συνταγή για κετοκοναζόλη από του στόματος για μυκητιασικές λοιμώξεις στο θεράποντα γιατρό τους
Οι συστάσεις του Οργανισμού βασίστηκαν στην επανεξέταση από την Επιτροπή Φαρμάκων για Ανθρώπινη Χρήση (CHMP), η οποία εξέτασε όλα τα διαθέσιμα δεδομένα σχετικά με τα οφέλη της από του στόματος χορηγούμενης κετοκοναζόλης και τον κίνδυνο ηπατοτοξικότητας από προκλινικές και κλινικές μελέτες, αναφορές για ανεπιθύμητες ενέργειες, επιδημιολογικές μελέτες και την επιστημονική βιβλιογραφία. Η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη τις συμβουλές από μια ομάδα εμπειρογνωμόνων για τη θεραπεία των λοιμώξεων.
• Παρά το γεγονός ότι ο κίνδυνος για ηπατοτοξικότητα είναι κοινός για όλη την κατηγορία των αντιμυκητιασικών της ομάδας των αζολών, τα δεδομένα δείχνουν ότι η συχνότητα και η σοβαρότητα για ηπατοτοξικότητα είναι υψηλότερη με κετοκοναζόλη από ό, τι με άλλα αντιμυκητιασικά.
• Η έναρξη της ηπατοτοξικότητας γενικά εμφανίστηκε μεταξύ 1 και 6 μήνων μετά την έναρξη της θεραπείας, αλλά έχει επίσης αναφερθεί και νωρίτερα από τον 1 μήνα μετά την έναρξη της θεραπείας, και στη συνιστώμενη ημερήσια δόση των 200 mg.
• Οι μελέτες αποτελεσματικότητας είναι περιορισμένες και δεν έχουν πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τις πιο πρόσφατα συμφωνηθείσες κατευθυντήριες γραμμές. Υπάρχουν ανεπαρκή στοιχεία για να υποστηρίξουν την αποτελεσματικότητα της κετοκοναζόλης όταν άλλες θεραπείες έχουν αποτύχει ή δεν είναι ανεκτές, ή έχει εντοπιστεί αντίσταση.
• Τα μέτρα ελαχιστοποίησης του κινδύνου που προτάθηκαν, όπως ο περιορισμός της διάρκειας θεραπείας ή ο περιορισμός της χρήσης σε ασθενείς με ανθεκτικότητα ή δυσανεξία σε εναλλακτικές θεραπείες ή περιορισμός της συνταγογράφησης σε γιατρούς με εμπειρία στη θεραπεία σπάνιων μυκητιασιακών λοιμώξεων, δεν κρίθηκαν επαρκείς για να μειωθεί ο κίνδυνος ηπατοτοξικότητας σε ένα αποδεκτό επίπεδο.
Περισσότερα για το φάρμακο
Η κετοκοναζόλη είναι ένα αντιμυκητιασικό φάρμακο που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία λοιμώξεων που προκαλούνται από δερματόφυτα και ζυμομύκητες. Η Κετοκοναζόλη που λαμβάνεται από το στόμα και έχει εγκριθεί στην ΕΕ από το 1980, και αργότερα έχουν γίνει διαθέσιμα τοπικά (στο δέρμα) χορηγούμενα σκευάσματα, όπως κρέμες, αλοιφές και σαμπουάν.
Τα από του στόματος χορηγούμενα σκευάσματα κετοκοναζόλης έχουν άδεια κυκλοφορίας στην ΕΕ μέσω εθνικών διαδικασιών, και είναι σήμερα διαθέσιμα σε διάφορα κράτη μέλη της ΕΕ με διάφορες εμπορικές ονομασίες, συμπεριλαμβανομένων των Nizoral και Fungoral.
Για να αρθεί η αναστολή, ο κάτοχος της άδειας κυκλοφορίας θα πρέπει να παράσχει πειστικά στοιχεία που να προσδιορίζουν μια ομάδα ασθενών στους οποίους τα οφέλη του φαρμάκου υπερτερούν των κινδύνων τους.